φυλαδόν

φυλαδόν
Α
επίρρ. κατά φυλές, χωρισμένος σε φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὁμιλ-αδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυλαδόν — by tribes indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυλαδόν — (Α) επίρρ. κατά φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυλαδόν «κατά φυλές»] …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”